Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

ΦΕΡΤΕ ΠΙΣΩ ΤΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ!!!


Η αρπαγή των μνημειακών θησαυρών του Ελληνισμού είναι ένα κεφάλαιο με μακραίωνο ιστορικό. Οι απαρχές του τοποθετούνται χρονολογικά στην προχριστιανική εποχή και δη στην περίοδο των Μηδικών Πολέμων, όπου οι εξ ανατολών βάρβαροι λεηλατούσαν συστηματικά τις Ελληνικές πόλεις κατά τις επιδρομές τους.

Η «μόδα» της αρπαγής αρχαιοτήτων από τον Ελλαδικό χώρο ξεκίνησε από τις αρχές του 17ου αιώνα.
Διαφωτισμός προς το τέλος του 18ου αιώνα, υπήρξαν οι κύριες συνιστώσες της στροφής του ευρωπαϊκού κόσμου στα ιδεολογικά και πολιτιστικά πρότυπα της κλασσικής αρχαιότητας. Όπως είναι εύλογο, η «συλλεκτική» όρεξη είχε ανοίξει σε πολλά βορειοευρωπαϊκά σαλόνια με δεδομένο ασφαλώς και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τους διακατείχε απέναντι στην πάλαι ποτέ λαμπρότητα του Ελληνικού Πολιτισμού.




Στο καίριο ερώτημα περί των γενεσιουργών αιτίων της αρχαιοκαπηλίας (κυρίως), η απάντηση είναι μάλλον σύνθετη. Ο κύριος αντικειμενικός σκοπός των κατ’ επίφαση «φιλοτέχνων» επισκεπτών της τουρκοκρατούμενης χώρας μας, ήταν φυσικά το κέρδος από την εκποίηση των θησαυρών που συνέλεγαν. Τη ζήτηση των αρχαίων Ελληνικών μνημείων και έργων τέχνης φρόντιζαν να υποδαυλίζουν καλά οργανωμένα κυκλώματα που δρούσαν με τις κρατικές ευλογίες στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία. Οι «πελάτες» τους ήταν συνήθως ευγενείς, πολιτικοί, στρατιωτικοί και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι.

Βασιλικοί Οίκοι άλλα και οικογένειες ευγενών ανέθεταν σε τολμηρούς και έξυπνους ταξιδευτές αποστολές με σκοπό την συλλογή αρχαιοτήτων.

Ο Paul Lucas, γάλλος «περιηγητής» ταξίδεψε ως την Ίμβρο προς το τέλος του 17ου αιώνα, απ’ όπου, άγνωστο πως, απέσπασε 222 αρχαία νομίσματα και άγνωστο αριθμό άλλων κινητών αρχαιοτήτων, που προορίζονταν να εμπλουτίσουν τις συλλογές των Βερσαλλιών.

Το τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα, οι γάλλοι ήταν εκείνοι που είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων στην έρευνα και αρπαγή αρχαιοτήτων.

Ο Charles Marie Francois Olier, μαρκήσιος του Νουαντέλ , περνώντας από τον Άθω, τη Νάξο, την Πάρο, την Αντίπαρο και τη Μάνη, κατέληξε στον Πειραιά και την Αθήνα, αποσπώντας ικανές ποσότητες γλυπτών και τεμαχίων αυτών. Συγκεκριμένα στην Πάρο γέμισε ασφυκτικά το αμπάρι του πλοίου του με αγάλματα και μαρμάρινα θραύσματα.

Ένας από τους ακολούθους του μαρκησίου του Nointel ο Ιταλός Cornelio Magni, το 1674 και περί το 1688 δημοσίευσε τα  αξιόλογα οδοιπορικά του, όπου χαρακτηριστικά αναφέρει: «Όσοι ξένοι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τα μεγάλα αγάλματα, τους έκοβαν τα κεφάλια. Τα προόριζαν για τα σαλόνια και τα γραφεία των μεγιστάνων και φιλότεχνων της Ιταλίας - Γαλλίας - Ισπανίας - Γερμανίας». 

Μέχρι το 1780 η αρχαιοσυλλεκτική βουλιμία Άγγλων και Γάλλων είχε μετατρέψει την Ελλάδα σε κέντρο διερχομένων με στόχο την επισήμανση αρχαιολογικών χώρων που μέχρι τότε είχαν παραμείνει  σχεδόν ανεξερεύνητοι. Το 1785 ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Πόλη Μarie Gabriel Florent Auguste de Choiseul-Gouffier εφοδιασμένος με σουλτανικό φιρμάνι, επιχειρεί διαμέσου του προξένου της Γαλλίας στην Αθήνα Louis Sebastian Fauvel, επίσης αρχαιοκαπήλου και μεγάλου τοκογλύφου, να αποσπάσει γλυπτά από τον Παρθενώνα. Κατά τη διάρκεια των εργασιών στην κορυφή του ναού κατέρρευσε μια μετόπη.

Στο ενεργητικό της συνεργασίας των Gouffier και Fauvel, εκτός από την μεταφορά στη Γαλλία ολοκλήρου του Ναού του Ηφαίστου (Θησείο), ενός σχεδίου, την εκτέλεση του οποίου είχε αναθέσει ο πρώτος στον δεύτερο κι ευτυχώς δεν τελεσφόρησε, περιλαμβάνονταν επίσης οι ανασκαφές - και συνακόλουθες λεηλασίες φυσικά -  στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1787 (με λεία άγνωστο αριθμό αρχαιοτήτων, που συσκευάστηκαν σε 26 κασόνια και απεστάλησαν σε αποθήκη της Μασσαλίας, όπου κατασχέθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση κατόπιν), οι αποστολές στην Ολυμπία, στη Βερβίτσα (αρχαίες Βάσσες Ηλείας) και στη Μεγαλόπολη το καλοκαίρι του 1787, η ανακάλυψη και αρπαγή του αγάλματος της Μούσας Ουρανίας από το λόφο του Αγίου Στεφάνου στη Σαντορίνη, τον Ιούνιο του 1788, νέες ανασκαφές στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 1789 με την αρπαγή αγαλμάτων και ενεπίγραφων πλακών, αλλά και η αφαίρεση μιάς κολώνας του Ερεχθείου, ενός ενεπίγραφου βάθρου, ενός σπονδύλου και μιάς φιάλης από τον Παρθενώνα.
Μετὰ το θάνατο του Choiseul Gouffier, το 1817 στο Παρίσι, η μεγάλη συλλογή του πουλήθηκε σε μουσεία και ιδιώτες συλλέκτες. Το Μουσείο του Λούβρου απέκτησε ένα ικανό τμήμα της.   Ύστερα απ’ όλα αυτά ο βάνδαλος Γάλλος άρπαγας θεωρείται μεγάλος φιλέλληνας (!) Δόθηκε μάλιστα και το όνομά του σε μια αθηναϊκή οδό επειδή υπήρξε... αρχαιολάτρης.




Στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ου και του 19ου αιώνα η αλλαγή των διπλωματικών ισορροπιών που επέφερε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ναπολεόντια εκστρατεία στην Αίγυπτο και η κήρυξη του γαλλοτουρκικού πολέμου, οδήγησαν στην εξασθένιση της γαλλικής επιρροής στην Πύλη. Οι Άγγλοι φυσικά δεν άργησαν να επωφεληθούν, εξασφαλίζοντας προνομιακή μεταχείριση σε πολλά ζητήματα.

Ήταν το 1799 που ο Λόρδος Έλγιν διορίστηκε πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη. Στο μυαλό του είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα η σύληση του Παρθενώνα. Πολύ δε περισσότερο καθώς φοβόταν μιά νέα γαλλική επέμβαση στην Ακρόπολη. Ήδη από τον Ιούλιο του 1800 είχε συγκροτήσει και αποστείλει στην Αθήνα πολυμελές συνεργείο με ανάλογο εξοπλισμό, το οποίο αρχικά εκτελούσε απεικονίσεις, καταμετρήσεις και εκπονούσε αρχιτεκτονικά σχέδια των μνημείων της Ακρόπολης. Το πολυπόθητο γι΄αυτόν φιρμάνι με την υπογραφή του Καϊμακάν Πασά, απευθυνόμενο προς τον καδή και τον βοεβόδα των Αθηνών, εκδόθηκε τελικά στις 6 Ιουλίου 1801 και επέτρεπε στα μέλη του συνεργείου «να στήνουν ικριώματα γύρω από τον Ναό των Ειδώλων (όπως αποκαλούσαν τον Παρθενώνα), να κατασκευάζουν εκμαγεία, να καταμετρούν τα κτήρια και να κάνουν ανασκαφές για ανεύρεση επιγραφών». Επίσης, περιλάμβανε εντολή της Πύλης «να μην ενοχληθούν τα μέλη του συνεργείου από τον Δισδάρη ή από οποιονδήποτε άλλο, να μην αναμειχθεί κανείς με τα ικριώματα και τα εργαλεία ούτε να εμποδίσει τα μέλη να πάρουν «μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές και γλυπτά».
Με αδρές δωροδοκίες προς τις τουρκικές αρχές των Αθηνών, ο κόμης του Έλγιν πέτυχε να ερμηνεύσει το φιρμάνι όπως ήθελε. Ο αριθμός των αρχαίων που λαφυραγώγησε σε διάστημα 18 μηνών, ανέρχεται σε 253 ανάγλυφα και αγάλματα εκτός από τα μικρά αντικείμενα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται μετώπες και πλάκες της ζωφόρου του Παρθενώνα, αγάλματα από το ανατολικό και δυτικό αέτωμα, η Καρυάτιδα και ο κομψότατος κίονας του Ερεχθείου και το μεγάλο άγαλμα του Βάκχου πάνω από το Θέατρο του Διονύσου. Παράλληλα, η ολοκληρωτική καταστροφή πολλών αγαλμάτων κατά στην αφαίρεσή τους από τη θέση τους, λόγω των πρωτογόνων μεθόδων απόσπασης, προκάλεσε αλγεινότερα συναισθήματα από εκείνα που δημιούργησε η αρπαγή τόσων άλλων.

  Την πρωτοκαθεδρία των Βρετανών στη βιομηχανία της αρπαγής αρχαιοτήτων ήλθε να θέσει εν αμφιβόλω ένας Γάλλος, μόλις δώδεκα μήνες πριν από την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως. Πρόκειται για τον Lodoïs de Martin du Tyrac, κόμη του Marcellus, που είχε διοριστεί στην πρεσβεία της χώρας του στην Κων/πολη το 1816  και για τέσσερα χρόνια περιδιάβαινε την Ελλάδα και τη Μ. Ασία ως περιηγητής, συντάσσοντας και σχετικό χρονικό. Σ΄αυτό αφηγείται, χωρίς όμως να καθιστά απόλυτα ξεκάθαρο, πως απέκτησε την Αφροδίτης της Μήλου, όταν επισκέφθηκε το νησί το 1820. Το άγαλμα βέβαια, είχε βρεθεί πολύ νωρίτερα από έναν αγρότη, ονόματι Γιώργη, που καλλιεργούσε στο χωράφι του. Ο Γάλλος κόμης, δυναμικός και ...γενναιόδωρος, κατάφερε να πείσει τόσο τον αγρότη, όσο και τους πρόκριτους του νησιού (που μεταγενέστερα τιμωρήθηκαν για τις αποφάσεις τους με πρόστιμο και μαστίγωμα), να ματαιώσουν την προετοιμασμένη αποστολή του αγάλματος και να το φορτώσουν στο δικό του πλοίο, με το οποίο τελικά μεταφέρθηκε στη Σμύρνη κι από εκεί, το Φεβρουάριο του 1821 βρέθηκε στο Παρίσι.

 Η περίπτωση της Αφροδίτης της Μήλου πάντως ήταν και η τελευταία  μεγάλης σπουδαιότητας πράξη αρχαιοκαπηλίας που σημειώθηκε στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Με τον ξεσηκωμό του Γένους, η κατάσταση άρχισε βαθμιαία να αλλάζει και να διαμορφώνεται έτσι, ώστε, σιγά – σιγά, να παγιωθεί η αντίληψη στο δυτικό κόσμο ότι η εποχή της αχαλίνωτης ασυδοσίας κάποιων υστερόβουλων αρχαιοφίλων έδυε, χωρίς βεβαίως να  λείπουν και κάποια μεμονωμένα περιστατικά αρχαιοκαπηλίας αργότερα, όπως αυτό που αφορά τον εντοπισμό και την αρπαγή του αγάλματος της Νίκης από τη Σαμοθράκη το 1863.

Οι επόμενες σοβαρές πράξεις αρχαιοκαπηλίας αρχίζουν να σημειώνονται με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί έχουν κάνει ένα απίστευτο πλιάτσικο κατά τη διάρκεια της κατοχής,αλλά και πολύ πριν στις ελληνικές αρχαιότητες. Τόσο μεγάλο είναι που η Γερμανία αυτή τη στιγμή έχει την τρίτη μεγαλύτερη συλλογή αρχαίων στον κόσμο,χωρίς να έχει αρχαία ιστορία! Προηγούνται βέβαια Βρετανία και Γαλλία!




Οι Ναζί μας έκλεβαν τα αρχαία. Τα έκλεβαν από Μουσεία, τα οικειοποιήθηκαν όταν έσκαβαν δρόμους για τα Πάντσερ τους ή τα ανακάλυπταν κατά τη διάρκεια οχυρωματικών έργων κ.λπ.

«Για τους Γερμανούς, όλα τα μνημεία ήταν ουρητήρια και κατά προτίμηση το εσωτερικό του Παρθενώνα». Έτσι καταλήγει ο ειδικός τόμος που εξεδόθη το 1946 από το υπουργείο Παιδείας με τίτλο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατευμάτων κατοχής». Εκεί καταγράφονται αναλυτικότατα οι κλοπές ελληνικών αρχαιοτήτων από τα μουσεία, οι λαθρανασκαφές, οι καταστροφές και οι ζημιές μνημείων από τους ναζί.




Τα γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά στρατεύματα απεδείχθησαν ορδές «νέων Ελγιν», που κατέκλεψαν ανεκτίμητης αξίας αρχαιότητες. Οι περισσότερες εξ αυτών εστάλησαν στη Γερμανία, στην Αυστρία και σε άλλες χώρες. Κάποιες εξετέθησαν ακόμα και σε μουσεία, ενώ οι πιο πολλές παραμένουν άγνωστο πού βρίσκονται. Ελάχιστες έχουν επιστραφεί στην Ελλάδα.

Το Γ’ Ράιχ ήταν «στρατός αρχαιοκαπήλων». Ως γνωστόν, τόσο για τις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, που ανέρχονται σε εκατοντάδες δισ. ευρώ, όσο και για τις κλεμμένες αρχαιότητες, η Γερμανία έχει δώσει «ψίχουλα» στην Ελλάδα. Ωστόσο, ουδεμία ελληνική κυβέρνηση έχει διεκδικήσει σθεναρά τις αποζημιώσεις. Υπό το πρίσμα των τελευταίων δραματικών οικονομικών εξελίξεων στη χώρα μας, κοινή πεποίθηση είναι ότι έχει έλθει η ώρα για ανακίνηση της μείζονος αυτής υπόθεσης. Πόσο μάλλον, αφού οι γερμανικές αποζημιώσεις αντιστοιχούν σε ένα πάρα πολύ μεγάλο μέρος του σημερινού ελληνικού χρέους.

Σύμφωνα με τον τόμο του υπουργείου Ανοικοδομήσεως,<<όλους σχεδόν τους αρχαιολογικούς τόπους τούς κατέλαβαν οι δυνάμεις του εχθρού και σε πολλούς προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές, γιατί έκλεψαν, κατέστρεψαν, έκτισαν πυροβολικά και έργα, χωρίς να σέβονται τίποτε>>.




Έγιναν, όμως, και αυθαίρετες ανασκαφές, που προκάλεσαν την καταστροφή και την κλοπή αρχαιολογικών θησαυρών. Ο,τι βρήκαν στις ανασκαφές αυτές, οι κατακτητές το πήραν μαζί τους και μας μένει ακόμα άγνωστο. Τέτοιες καταστροφές έγιναν από Γερμανούς σε 24 τόπους και από Ιταλούς σε 2. Σημαντικές ήταν και οι κλοπές αρχαιολογικών θησαυρών. Οι Γερμανοί, ειδικότερα, έκλεψαν αρχαιότητες από 42 μουσεία ή αρχαιολογικούς χώρους (σ.σ.: αρχαιολογικές συλλογές, αγάλματα, ανάγλυφα, νομίσματα, χρυσοί στέφανοι, ιερά σκεύη κ.λπ.). Οι Ιταλοί έκλεψαν αρχαιότητες από 33 μουσεία ή αρχαιολογικούς χώρους. Οι Βούλγαροι από 9 μουσεία ή αρχαιολογικούς χώρους».

Η πλειοψηφία της ελληνικής κοινής γνώμης αγνοεί το βαθμό λεηλασίας αρχαιοτήτων μας, σε διάφορες περιόδους της ιστορίας μας, από Γάλλους - Άγγλους - Γερμανούς κατακτητές, «περιηγητές» πράκτορες και διπλωμάτες, «αρχαιολάτρες» αριστοκράτες και αδίστακτους αρχαιοκάπηλους. 

Για αυτόν τον λόγο κύριε Σόιμπλε και λοιποί Ευρωπαίοι εταίροι την επόμενη φορά που θα αναφερθείτε σε χρέος της Ελλάδας προς εσάς θυμηθείτε ότι εσείς χρωστάτε πολλά περισσότερα σε εμάς. Το χρέος σας σε έμας είναι οικονομικό πολιτισμικό και ιστορικό και θα το διεκδικήσουμε μεχρι τέλους.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΥΓΗ
ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου